Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκαρμός
1 item total
σκαρμός ο [skarmós] Ο17 : ξύλινος ή μεταλλικός πάσσαλος στην κουπαστή της βάρκας, όπου δένεται το κουπί με θηλιά.

[μσν. σκαρμός < αρχ. σκαλμός με ανομ. τρόπου άρθρ. [lm > rm] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go