Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιτεύω
1 εγγραφή
σιτεύω [sitévo] Ρ5.2α μππ. σιτεμένος : για κρέας που έχει γίνει τρυφερό, αφού έμεινε μερικές μέρες αμαγείρευτο. || (προφ., ειρ.) για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας.

[αρχ. σιτεύω `ταΐζω, παχαίνω κπ.΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες