Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σεξουαλικότητα η [seksualikótita] Ο28 : το σύνολο των φαινομένων που αναφέρονται στο σεξουαλικό ένστικτο και στην ικανοποίησή του: Στην εφηβική ηλικία αναπτύσσεται η ~. Παιδική / εφηβική ~.
[λόγ. σεξουαλικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. sexualité]



