Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεναριογράφος
1 εγγραφή
σεναριογράφος ο [senarioγráfos] Ο18 θηλ. σεναριογράφος [senarioγrá fos] Ο35 : αυτός που γράφει σενάρια, ο συγγραφέας σεναρίων.

[λόγ. σενάρι(ο) -ο- + -γράφος μτφρδ. αγγλ. script-writer· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες