Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεμνότητα η [semnótita] Ο28 : η ιδιότητα του σεμνού: Tον διακρίνει η ~.
[λόγ. < αρχ. σεμνότης, αιτ. -ητα `μεγαλοπρέπεια΄, (για κορίτσι): `ντροπαλότητα΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. σεμνότης, αιτ. -ητα `μεγαλοπρέπεια΄, (για κορίτσι): `ντροπαλότητα΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |