Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σαμιαμίδι
1 item total
σαμιαμίδι το [samnamíδi] & σαμιαμίθι το [samnamíθi] Ο44 : 1. είδος πολύ μικρής σαύρας· μολυντήρι. 2. (ειρ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο μικρού αναστήματος.

[-ίθι: μσν. *σαμιαμίθιον (πρβ. μσν. σαμαμίθιον) υποκορ. του σαμιάμινθ(ος) -ιον (από τα εβρ.) με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · -ίδι: προσαρμ. στο επίθημα -ίδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go