Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ραδόνιο το [raδónio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ραδιενεργό χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων.
[λόγ. < γερμ. Radon (< radium δες στο ράδιο 1) -ιον]