Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόλος
1 εγγραφή
πόλος ο [pólos] Ο18 : 1. το καθένα από τα δύο άκρα ενός πραγματικού ή φανταστικού άξονα, γύρω από τον οποίο στρέφεται μια σφαίρα. α. το καθένα από τα δύο άκρα του φανταστικού άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η γη: Γήινος / βόρειος / νότιος ~. || η περιοχή που βρίσκεται κοντά σε αυτά τα σημεία: Tαξίδι / αποστολή στο βόρειο / νότιο πόλο. H σφαίρα της γης είναι πεπλατυσμένη στους πόλους. β. (αστρον.) το καθέ να από τα δύο σημεία, στα οποία η προέκταση του άξονα περιστροφής της γης τέμνει τον ουράνιο θόλο: Ουράνιος ~. 2α. (φυσ.) το καθένα από τα δύο άκρα ενός μαγνήτη: Bόρειος / νότιος / θετικός / αρνητικός ~. Ο θετικός ~ της μαγνητικής βελόνας στρέφεται πάντα προς βορρά. Οι ετερώνυμοι πόλοι έλκονται, οι ομώνυμοι απωθούνται. β. (ηλεκτρολ.) το καθένα από τα δύο ακραία σημεία εισόδου και εξόδου του ρεύματος σε μια πηγή ηλεκτρικού ρεύματος: Θετικός / αρνητικός ~. Οι πόλοι μιας μπαταρίας / γεννήτριας. γ. (μαθημ.) σημείο που κατέχει μια εξαιρετική θέση ή που έχει μια ιδιαίτερη σημασία, ιδιότητα: ~ κύκλου / σφαίρας / συνάρτησης. 3. (μτφ.) α. το καθένα από τα δύο βασικά και αντιτιθέμενα μεταξύ τους σημεία, που σχηματίζουν, που αποτελούν ένα σύστημα: Στο διπολικό σύστημα εξουσίας οι HΠA αποτελούσαν τον ένα πόλο και η ΕΣΣΔ τον άλλο. Tο έργο του καλλιτέχνη κινείται ανάμεσα στους πόλους του πραγματικού και του φανταστικού. β. ~ (έλξης), κέντρο ενδιαφέροντος, έλξης: H Aκρόπολη αποτελεί έναν βασικό πόλο έλξης των τουριστών.

[λόγ.: 1: αρχ. πόλος· 2, 3: σημδ. γαλλ. pἄle < λατ. polus < αρχ. πόλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες