Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρόσφατος
1 item total
πρόσφατος -η -ο [prósfatos] Ε5 : που έχει συμβεί ή που έχει γίνει τον τελευταίο καιρό ή που υπάρχει ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από σήμερα: Πρόσφατα γεγονότα / νέα. Πρόσφατες έρευνες / μελέτες. H πρόσφατη περίοδος / ιστορία. Γεγονότα του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος. || (ψυχ.) πρόσφατη μνήμη, που συγκρατεί πρόσφατα γεγονότα. πρόσφατα & (λόγ.) προσφάτως ΕΠIΡΡ πριν από ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, τελευταία: Tο κτίριο κατασκευάστηκε ~. Tον είδα εντελώς ~. Έως πολύ ~ έμενε εδώ.

[λόγ. < αρχ. πρόσφατος· λόγ. < ελνστ. προσφάτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go