Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτεργάτης
1 εγγραφή
πρωτεργάτης ο [proterγátis] Ο10 θηλ. πρωτεργάτρια [proterγátria] Ο27 : αυτός που πρώτος συνέλαβε την ιδέα ενός έργου και που εργάστηκε δραστήρια για την πραγματοποίησή του, επικεφαλής των συνεργατών του: Ο Ρήγας Φεραίος ήταν ο ~ της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Ο Ρ. Σουμάν ήταν ο ~ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, πρωταίτιοι.

[λόγ. < μσν. πρωτεργάτης < πρωτ(ο)- + εργάτης· λόγ. πρωτεργά(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες