Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πρωτείο το [protío] Ο39 : 1. (πληθ.) η πρώτη θέση, η απόλυτη υπεροχή που έχει κάποιος ή κτ. σε κπ. τομέα δραστηριότητας: Ο φιλόδοξος θέλει να έχει παντού και πάντοτε τα πρωτεία. H Ελλάδα κατέχει τα πρωτεία στον τομέα της ναυτιλίας. Tο Παρίσι διατηρεί / έχασε τα πρωτεία, ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. (ειρ.) Έχουμε τα πρωτεία στον αριθμό των τροχαίων ατυχημάτων. 2α. (παρωχ.) το πρώτο βραβείο. β. η ανώτατη εξουσία, κυρίως η παπική: Tο ~ του πάπα / το παπικό ~, η θέση της καθολικής εκκλησίας για το προβάδισμα του πάπα έναντι των άλλων εκκλησιών, την αυθεντία του πάπα.
[λόγ. < αρχ. τά πρωτεῖα, τό πρωτεῖον]



