Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προϊστορικός
1 εγγραφή
προϊστορικός -ή -ό [proistorikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προϊστορία, στην προϊστορική περίοδο: Προϊστορικοί άνθρωποι / χρόνοι. Προϊστορική περίοδος / αρχαιολογία. Aνακαλύφθηκε ~ τάφος. προϊστορικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προϊστορ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. préhistorique < préhistoir(e) = προϊστορ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες