Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προφασίζομαι [profasízome] Ρ2.1β : φέρνω ως δικαιολογία μια ψευτική αιτία, προβάλλω κάποιο πρόσχημα: Προφασίστηκε ασθένεια και δεν έλα βε μέρος στη σύσκεψη. Προφασιζόμενος ότι έχει οικονομικά προβλήματα, αρνείται να εξοφλήσει το χρέος του.
[λόγ. < αρχ. προφασίζομαι]



