Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προσκόπτω
1 item total
προσκόπτω [proskópto] Ρ αόρ. προσέκοψα, απαρέμφ. προσκόψει : (λόγ.) συναντώ ένα πρόσκομμα, προσκρούω σε κτ.: H ολοκλήρωση του έργου προσκόπτει στην άρνηση του υπουργείου να συνεχίσει τη χρηματοδότηση.

[λόγ. < αρχ. προσκόπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go