Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προσκόπτω [proskópto] Ρ αόρ. προσέκοψα, απαρέμφ. προσκόψει : (λόγ.) συναντώ ένα πρόσκομμα, προσκρούω σε κτ.: H ολοκλήρωση του έργου προσκόπτει στην άρνηση του υπουργείου να συνεχίσει τη χρηματοδότηση.
[λόγ. < αρχ. προσκόπτω]



