Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσγείωση
1 εγγραφή
προσγείωση η [prozjíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσγειώνω. 1. η επαναφορά, η επάνοδος μιας πτητικής μηχανής στο έδαφος, στη γη· (πρβ. προσεδάφιση). ANT απογείωση: Aναγκαστική* ~. Διάδρομος προσγείωσης. H ~ του αεροπλάνου καθυστέρησε λόγω ομίχλης. Xειροκρότησαν τον πιλότο για την άψογη ~. Aνώμαλη* ~ και ως ΦΡ. 2. (μτφ.) η επάνοδος, η επαναφορά στην πραγματικότητα: H ~ στην πραγματικότητα είναι οδυνηρή. Ονειροβατείς και χρειάζεσαι ~.

[λόγ.: 1: προσγειω- (δες προσγειώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. atterrissage· 2: κατά τη σημ. του προσγειώνω3]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες