Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπύργιο
1 εγγραφή
προπύργιο το [propírjio] Ο42 : ο χώρος, ο τόπος μέσα στον οποίο κάποιος είναι δυνατός και ασφαλής: Tο ~ του χριστιανισμού / του κομμουνισμού / της δεξιάς. H Kρήτη ήταν το ~ των Bενιζελικών.

[λόγ. < ελνστ. προπύρ γιον `προμαχώνας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες