Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προπαραλήγουσα η [próparalíγusa] Ο27 : (γραμμ.) η τρίτη (από το τέλος) συλλαβή μιας λέξης: Kαμιά ελληνική λέξη δεν τονίζεται πριν από την ~.
[λόγ. < ελνστ. προπαραλήγουσα]



