Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προθετικός
3 εγγραφές [1 - 3]
προθετικός 1 -ή -ό [proθetikós] Ε1 : (γραμμ.) που έχει σχέση με την πρόθεση 2. || που χρησιμοποιείται ως πρόθεση, που έχει θέση πρόθεσης: Προθετικές εκφράσεις.

[λόγ. < ελνστ. προθετικός]

προθετικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πρόθεση 3: Προθε τικά μέλη, τεχνητά. || (ως ουσ.) η προθετική, κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με την πρόθεση 3.

[λόγ. < αρχ. προθετικός `που βάζει μπροστά΄ σημδ. γαλλ. prothétique < prothè(se) = πρόθε(ση) 3 -tique = -τικός]

προθετικός 3 -ή -ό : προθεματικός: Προθετικό φωνήεν.

[λόγ. < γαλλ. prothétique (στη νέα σημ.) < ελνστ. προθετικός `λεξικό στοιχείο που προτίθεται΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες