Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προδότης
1 item total
προδότης ο [proδótis] Ο10 θηλ. προδότρια [proδótria] Ο27 & (οικ.) προδότρα [proδótra] Ο25 & προδότισσα [proδótisa] Ο27 : αυτός που προδίδει (στις σημ. 1, 2α), που διαπράττει προδοσία: ~ των συντρόφων / των φίλων / της πατρίδας. Οι προδότες τιμωρούνται με θάνατο. Kατηγορήθηκε / καταδικάστηκε / προπηλακίστηκε ως ~. (έκφρ.) οι προδότες στο Γουδί, οι προδότες πρέπει να τιμωρούνται, να εκτελούνται.

[αρχ. προδότης· λόγ. προδό(της) -τρια· προδό(της) -τρα· προδότ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go