Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προδοτικός
1 item total
προδοτικός -ή -ό [proδotikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται, που ταιριάζει σε προδότη ή που διαπράττεται από αυτόν: Προδοτικές πράξεις / ενέργειες. Tήρησε προδοτική στάση. H κατοχική κυβέρνηση σύναψε προδοτικές συνθήκες με τους Γερμανούς. προδοτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προδοτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go