Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προγράφω [proγráfo] -ομαι Ρ αόρ. προέγραψα, απαρέμφ. προγράψει, παθ. αόρ. προγράφηκα, απαρέμφ. προγραφεί : διενεργώ, κάνω προγραφές.
[λόγ. < αρχ. προγράφω `κάνω δημόσια ανακοίνωση΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. proscribo]



