Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγράφω
1 εγγραφή
προγράφω [proγráfo] -ομαι Ρ αόρ. προέγραψα, απαρέμφ. προγράψει, παθ. αόρ. προγράφηκα, απαρέμφ. προγραφεί : διενεργώ, κάνω προγραφές.

[λόγ. < αρχ. προγράφω `κάνω δημόσια ανακοίνωση΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. proscribo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες