Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβιβάζω
1 εγγραφή
προβιβάζω [provivázo] -ομαι Ρ2.1 : προωθώ κπ. σε ανώτερη θέση, σε ανώτερο βαθμό μιας ιεραρχημένης κλίμακας (ιδ. για μαθητές)· (πρβ. προάγω): Ο μαθητής προβιβάστηκε στην επόμενη τάξη.

[λόγ. < αρχ. προβιβάζω `κάνω να προχωρήσει΄ σημδ. γαλλ. promouvoir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες