Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πραξικοπηματικός
1 item total
πραξικοπηματικός -ή -ό [praksikopimatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε πραξικόπημα, που γίνεται με τρόπο αιφνιδιαστικό, βίαιο και δόλιο: Πραξικοπηματικές ενέργειες. Έγινε πρόεδρος του σωματείου με πραξικοπηματική εκλογή. πραξικοπηματικά ΕΠIΡΡ: Εκλέχτηκε / έδρασε / αποφάσισε ~.

[λόγ. πραξικοπηματ- (πραξικόπημα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go