Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πραγματογνωμοσύνη
1 item total
πραγματογνωμοσύνη η [praγmatoγnomosíni] Ο30 : η εμπεριστατωμένη εξέταση μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης πραγμάτων από ειδικούς και η γνωμάτευση που ακολουθεί: Aναθέτω σε κπ. / πραγματοποιώ μια ~. Για τη διαπίστωση της γνησιότητας του εγγράφου / του πίνακα / του νομίσματος θα γίνει ~. Aπό την ~ προκύπτουν πολλά νέα στοιχεία.

[λόγ. πραγματογνώμ(ων δες πραγματογνώμονας) -οσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go