Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πραΰνω
1 εγγραφή
πραΰνω [praíno] -ομαι Ρ8.1 : καταπραΰνω.

[λόγ. < αρχ. πραΰνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες