Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πούδρα
3 εγγραφές [1 - 3]
πούδρα η [púδra] & (προφ.) πούντρα [púdra] Ο25 : λεπτή αρωματική σκόνη, που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό: Έβαλε ~ στο πρόσωπό της. Kαλλυντικά σε κρέμα ή σε ~, σε σκόνη.

[λόγ. επίδρ. στο πούντρα < γαλλ. poudr(e) ]

πουδράρισμα το [puδrárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πουδράρω: Tο ~ του προσώπου / της μύτης.

[λόγ. πουδραρισ- (πουδραρίζω) -μα]

πουδράρω [puδráro] -ομαι Ρ6 & πουδραρίζω [puδrarízo] -ομαι Ρ2.1 : βάζω πούδρα, καλύπτω με πούδρα: ~ το πρόσωπο / τη μύτη. Πουδράρεται πάντα πριν να βγει έξω.

[πούδρ(α) -άρω· πουδράρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. πουδραρισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες