Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ποτάμιος
1 item total
ποτάμιος -α -ο [potámios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε ποταμό: Ποτάμια ύδατα / ρεύματα / αποθέματα.

[λόγ. < αρχ. ποτάμιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go