Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποτάμι
4 εγγραφές [1 - 4]
ποτάμι το [potámi] Ο44 : 1. μεγάλο φυσικό ρεύμα γλυκού νερού που δημιουργείται είτε από πηγές είτε από ρυάκια και ρέει μέσα σε φυσικούς αύλακες της επιφάνειας της γης· ποταμός1: Πλημμύρισε / στέρεψε το ~. Ψαρεύει / κολυμπάει / πνίγηκε στο ~. Tο ~ χύνεται στη λίμνη / στη θάλασσα. Ο ιδρώτας του έτρεχε σαν ~. ΦΡ τον πήρε το ~, απέτυχε, καταστράφηκε τελείως. σιγανό* ~. (κυρ. για αινίγματα) να το πάρει το ~;, να αποκαλύψω τη λύση; (γνωμ.) το ~ δε γυρίζει πίσω, η ιστορική εξέλιξη δε σταματάει ούτε οπισθοδρομεί. 2. (μτφ., κυρ. για υγρά) μεγάλη ποσότητα: Ποτάμια ιδρώτα / αίματος. Ποτάμια λάβας ξεχύθηκαν από τον κρατήρα του ηφαιστείου. || (ως επίρρ.): Ο ιδρώτας / το δάκρυ / το αίμα έτρεχε ~. Tο κρασί χυνόταν ~ από τα τρύπια βαρέλια. ποταμάκι το YΠΟKΟΡ. ΠAΡ ΦΡ τα σιγανά* ποταμάκια να φοβάσαι.

[μσν. ποτάμιν < αρχ. ποτάμιον υποκορ. του ποταμός]

ποταμιά η [potamná] Ο24 : το ποτάμι και η κοντινή γύρω από αυτό περιοχή: Έχει χωράφια στην ~.

[ποτάμ(ι) -ιά]

ποτάμιος -α -ο [potámios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε ποταμό: Ποτάμια ύδατα / ρεύματα / αποθέματα.

[λόγ. < αρχ. ποτάμιος]

ποταμίσιος -α -ο [potamísxos] Ε4 : που αναφέρεται σε ποτάμι, που προέρχεται από αυτό: Ποταμίσια ψάρια.

[ποτάμ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες