Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πορνεύω
1 item total
πορνεύομαι [pornévome] Ρ5.1β & πορνεύω [pornévo] Ρ5.1α : ασκώ το επάγγελμα της πορνείας. || είμαι ή γίνομαι πόρνη.

[λόγ. < αρχ. πορνεύω, -ομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go