Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορθητής ο [porθitís] Ο7 : αυτός που (κατόπιν πολιορκίας) κυρίευσε μια οχυρωμένη τοποθεσία, μια πόλη κτλ.· κυρίως ως προσωνυμία: Mωάμεθ B' ο Πορθητής.
[λόγ. < αρχ. πορθητής `καταστροφέας΄]