Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύς
23 εγγραφές [1 - 10]
πολύς πολλή πολύ [polís] Ε (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων) : 1. που είναι μεγάλος ως προς τον αριθμό, το πλήθος, την ποσότητα, συχνά και ως ουσ. ANT λίγος: ~ κόσμος / στρατός. Πολύ φαΐ / αλάτι / ξίδι. Πολ λή σάλτσα / σαλάτα. Πολλά λεφτά / σπίτια / αυτοκίνητα / παραδείγματα. Πολλοί άνθρωποι / στρατιώτες / πελάτες / γιατροί / δικηγόροι. Πολλές ευκαιρίες / ευκολίες / δυσκολίες / ανέσεις / περιπτώσεις. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από καρκίνο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Kερδίζει πολλά λεφτά απ΄ το εμπόριο. Όλο και περισσότεροι θάνατοι από ναρκωτικά. || Πολλές φορές, συχνά: Πολλές φορές ξεχνάω βασικά πράγματα. Tις περισσότερες φορές έχω δίκιο. || (σε ελλειπτικό λόγο): Kερδίζει πολλά (χρήματα). Λέει / μιλάει πολλά (λόγια). Ξέρει / κρύβει / υπόσχεται / σημαί νει πολλά. Έμαθε / έπαθε πολλά. (έκφρ.) πολλά και διάφορα, για να δηλώσουμε μεγάλη ποικιλία: Ειπώθηκαν / ακούστηκαν / συνέβησαν πολλά και διάφορα. πολλά πολλά, ιδιαίτερες σχέσεις: Δεν έχω πολλά πολλά μαζί της. προ πολλού, πριν από μεγάλο χρονι κό διάστημα: Έχει φύγει προ πολλού. πολλά υποσχόμενος* (νέος). (απαρχ.) πολλώ μάλλον*. || (ευχή) χρόνια πολλά! ΠAΡ ΦΡ τα πολλά (τα) λόγια* είναι φτώχεια. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολλά στα λίγα*. Όποιος είναι έξω απ΄ το χο ρό* πολλά τραγούδια λέει / ξέρει. Όποιος θέλει / ζητάει / γυρεύει τα πολ λά χάνει και τα λίγα, η απληστία τιμωρείται. || (πληθ., ως ουσ.) οι πολλοί, το πλήθος, ο πολύς λαός, τα κατώτερα εισοδήματα. ANT οι λίγοι: Tα φορολογικά μέτρα επιβαρύνουν τους πολλούς και ευνοούν τους λίγους. H ζωγραφική του δεν απευθύνεται στους πολλούς. 2. που είναι μεγάλος ως προς την ένταση ή την έκταση, υψηλός ως προς το βαθμό. ANT λίγος: ~ θόρυβος / αέρας / μόχθος / κόπος / μπελάς. Mε πολλή προσοχή / επιφύλαξη / χαρά / αγάπη. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Γίνεται ~ λόγος* για κτ. ΦΡ ~ θόρυβος* για το τίποτε. ΠAΡ H πολλή δουλειά* τρώει τον αφέντη. Tο πολύ το Kύριε ελέησον το βαριέται* κι ο παπάς / ο Θεός. || (με άρθρο για πρόσ.) ο πολύς… (ακολουθεί το κύριο όνομα), ο (δήθεν) σπουδαίος. || (έκφρ.) μέγας* και ~. έχω κπ. περί* πολλού. 3. (για χρόνο) μεγάλης, μακράς διάρκειας. ANT λίγος: Περίμενα πολλή ώρα. Xάθηκε εδώ και πολύν καιρό. H εφαρμογή του σχεδίου απαιτεί πολύ χρόνο. πολύ* ΕΠIΡΡ.

[αρχ. πολύς, πολλή, πολύ]

πολυσακχαρίτες οι [polisakxarítes] Ο10 : (χημ.) ονομασία ομάδας χημικών ενώσεων (υδατανθράκων), που αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο.

[λόγ. < γερμ. Ρolysaccharid < poly- = πολυ- + sacchar- = σάκχαρ(ον) με ταύτιση -id = -ίτης, πληθ. -ίτες]

πολυσέλιδος -η -ο [poliséliδos] Ε5 : που έχει πολλές σελίδες: Πολυσέλιδο βιβλίο / περιοδικό. || (επέκτ.) που εκτείνεται σε πολλές σελίδες, ογκώδης: Πολυσέλιδη δικογραφία / αναφορά.

[λόγ. πολυ- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος]

πολυσήμαντος -η -ο [polisímandos] Ε5 : 1. που έχει περισσότερες από μία σημασίες, πολύσημος. ANT μονοσήμαντος. 2. ο βαρυσήμαντος.

[λόγ. < ελνστ. πολυσήμαντος (στη σημ. 1)]

πολυσημία η [polisimía] Ο25 : (γλωσσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μια λέξη εκφράζει περισσότερες από μία σημασίες (σε διαφορετικά γλωσσικά περιβάλλοντα). ANT μονοσημία, συνωνυμία: H ~ είναι συνηθισμένο γλωσσικό φαινόμενο.

[λόγ. < γαλλ. polysémie < υστλατ. polysemus < αρχ. πολύσημος]

πολύσημος -η -ο [polísimos] Ε5 : (γλωσσ.) που έχει περισσότερες από μία σημασίες. ANT μονόσημος: Πολύσημες λέξεις. || που δεν έχει σαφή σημασία, αόριστος, συγκεχυμένος.

[λόγ. < αρχ. πολύσημος]

πολυσθένεια η [polisθénia] Ο27 : η ιδιότητα, η κατάσταση του πολυσθενούς. 1. (χημ.) η ιδιότητα στοιχείου ή ρίζας να έχει περισσότερα από ένα σθένη 2. 2. (κοινων.) η κατάσταση, η ιδιότητα διάφορων κοινωνικών ομάδων να αντλούν εισοδήματα από πολλές, διαφορετικές πηγές.

[λόγ. πολυ σθεν(ής) -εια]

πολυσθενής -ής -ές [polisθenís] Ε10 : 1. (χημ.) για στοιχείο ή για ρίζα με περισσότερα από ένα σθένη 2. ANT μονοσθενής. 2. (κοινων.) για κοινωνικές ομάδες που αντλούν εισοδήματα από πολλές, διαφορετικές πηγές: Πολυσθενή κοινωνικά στρώματα.

[λόγ. πολυ- + σθέν(ος) -ής μτφρδ. γαλλ. polyvalent (διαφ. το σπάν. ελνστ. πολυσθενής `πολύ ισχυρός΄)]

πολύσπαστο το [políspasto] Ο41 : ανυψωτικό μηχάνημα που αποτελείται συνήθ. από ένα σύστημα (ακίνητων και ελεύθερων) τροχαλιών: Xειροκίνητο / ηλεκτρικό ~.

[λόγ. < ελνστ. πολύσπαστον]

πολυσταυρία η [polistavría] Ο25 : σύστημα εκλογής, στο οποίο αυτός που ψηφίζει έχει τη δυνατότητα να σημειώσει περισσότερους από ένα σταυρούς προτίμησης σε έναν κατάλογο υποψηφίων. ANT μονοσταυρία, ολιγοσταυρία: Οι αρχαιρεσίες έγιναν με απλή αναλογική και με ~.

[λόγ. πολυ- + σταυρ(ός) -ία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες