Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πολφός ο [polfós] Ο17 : I. μαλακή και κοκκινωπή ουσία με πολλά νεύρα και αγγεία που βρίσκεται στην κεντρική κοιλότητα του δοντιού: Φλεγμο νή / αφαίρεση του πολφού. II. μαλακή ουσία που βρίσκεται στη σπλήνα.
[λόγ. < αρχ. πολφός `χυλός με αλεύρι΄ σημδ. γαλλ. pulpe]



