Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ποδοπατώ
1 item total
ποδοπατώ [poδopató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. πατώ (βίαια) κπ. ή κτ. με τα πόδια μου: Άρχισαν να τον ποδοπατούν και να τον χτυπάνε με μανία. Ποδοπατήθηκε από ένα κοπάδι αγριεμένα βουβάλια. Bρήκε το καπέλο του ποδοπατημένο και καταλερωμένο. 2. (μτφ.) καταπατώ, παραβιάζω ανοιχτά και προκλητικά, κατεξευτελίζω: Ποδοπάτησαν τους νόμους / την ηθική / το κύρος των θεσμών.

[ποδο- + πατώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go