Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδηλατόδρομος
1 εγγραφή
ποδηλατοδρόμος ο [poδilatoδrómos] Ο18 θηλ. ποδηλατοδρόμος [poδi latoδrómos] Ο35 : αυτός, κυρίως αθλητής, που συμμετέχει σε αγώνες ποδηλατοδρομίας.

[λόγ. ποδήλατ(ον) -ο- + -δρόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες