Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδηλάτης
1 εγγραφή
ποδηλάτης ο [poδilátis] Ο10 θηλ. ποδηλάτισσα [poδilátisa] Ο27 : 1. αυτός που οδηγεί, που κινείται με ποδήλατο: Στους δρόμους πρέπει να υπάρχουν ειδικές λωρίδες για ποδηλάτες. 2. ο αθλητής αγώνων ποδηλάτου.

[λόγ. < αρχ. ποδ- (πούς) + -ηλάτης κατά το αρχ. ἱππηλάτης `που οδηγεί άλογο, άρμα΄· λόγ. ποδηλάτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες