Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ποδένω
1 item total
ποδένω [poδéno] -ομαι Ρ αόρ. πόδεσα, απαρέμφ. ποδέσει, παθ. αόρ. ποδέθηκα, απαρέμφ. ποδεθεί : (λαϊκότρ., λογοτ.) φοράω ή αγοράζω σε κπ. παπούτσια.

[μσν. ποδένω < ελνστ. ὑποδένω (με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ή παρετυμ. πόδι) < αρχ. ὑποδέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go