Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλύμα
1 εγγραφή
πλύμα το [plíma] Ο48 : (λαϊκότρ.) 1. το ακάθαρτο νερό, που προέρχεται από πλύσιμο. 2. (μτφ.) νερουλό και άνοστο φαγητό ή ρόφημα.

[αρχ. πλύμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες