Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλοκάμι
1 εγγραφή
πλοκάμι το [plokámi] Ο44 : 1. επιμήκης ευκίνητη απόφυση, που ξεκινάει από το κεφάλι ορισμένων θαλάσσιων μαλακίων (χταποδιού, καλαμαριού κτλ.) και χρησιμεύει για κίνηση, για ανίχνευση και σύλληψη της λείας: Tο χταπόδι έχει οχτώ πλοκάμια. Tο χταπόδι τύλιξε τα πλοκάμια του γύρω από το σώμα ενός αστακού. || (επέκτ.) ό,τι μοιάζει με πλοκάμι: Άπλωσε τα πλοκάμια του και την άρπαξε, (μακριά) χέρια. 2. (μτφ.) για κτ. που, συνήθ. με αφετηρία του ένα κέντρο, επεκτείνεται απειλητικά, ύπουλα και βλαπτικά: Tα πλοκάμια της μαφίας / της τρομοκρατίας. Είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς από τα πλοκάμια της γραφειοκρατίας. Ο θάνατος άπλωσε τα πλοκάμια του σ΄ ολόκληρη την πόλη.

[ελνστ. ή μσν. *πλοκάμιον υποκορ. του αρχ. πλόκαμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες