Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλιθί
2 items total [1 - 2]
πλιθί το [pliθí] Ο43 (συνήθ. πληθ.) : οικοδομικό υλικό από λάσπη (και άχυρα), που χύνεται σε καλούπια σχήματος παραλληλεπίπεδου και αφήνεται να στεγνώσει χωρίς να ψηθεί: H καλύβα είναι χτισμένη με πλιθιά.

[αρχ. πλινθίον (υποκορ. του πλίνθος) με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ]

πλίθινος -η -ο [plíθinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος με πλιθιά.

[αρχ. πλίνθινος με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] κατά το πλιθί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go