Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληροφορώ
1 εγγραφή
πληροφορώ [pliroforó] -ούμαι Ρ10.9 : παρέχω, μεταδίδω σε κπ. γνώσεις, στοιχεία, πληροφορίες, ειδήσεις, νέα για κτ.· ενημερώνω, γνωστοποιώ: ~ κπ. λεπτομερειακά / πλήρως / σε γενικές γραμμές. Mας πληροφορούν ότι θα υπάρξει καθυστέρηση στην πτήση. Σας ~ ότι δε θα δοθεί άλλη παράταση. || (παθ.) λαμβάνω γνώση, μαθαίνω για κτ.: Πληροφορούμαι από τις εφημερίδες / από τα μέσα ενημέρωσης. Aπό καλά πληροφορημένες πηγές μάθαμε ότι επίκειται ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Ο πολίτης πρέπει να είναι έγκαιρα και σωστά πληροφορημένος. Aπό πού το πληροφορήθηκες;

[λόγ. < ελνστ. πληροφορῶ `βεβαιώνω, εκπληρώνω΄ σημδ. γαλλ. renseigner, enseigner (δες στο πληροφορία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες