Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πετεινός ο [petinós] Ο17 : το αρσενικό της κότας· ο κόκορας. ΠAΡ ΦΡ είπε ο γάιδαρος* τον πετεινό κεφάλα. ΠAΡ Γεννούν* κι οι πετεινοί του.
[ελνστ. πετεινός, αρχ. σημ.: `πετούμενος΄]



