Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περσινός
1 εγγραφή
περσινός -ή -ό [persinós] & περυσινός -ή -ό [perisinós] Ε1 : που υπήρξε, συνέβη κτλ. κατά το έτος το αμέσως προηγούμενο από αυτό που τώρα διανύουμε: Tα περσινά γεγονότα. Tο περσινό καλοκαίρι. || Tο φόρεμά μου είναι περσινό, το αγόρασα πέρυσι. ΦΡ περσινά ξινά σταφύλια, για γεγονός του παρελθόντος που καμία πλέον δεν έχει σημασία.

[ελνστ. περσινός < αρχ. περυσινός κατά το πέρυσι > πέρσι· λόγ. < αρχ. περυσινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες