Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιθωριακός -ή -ό [periθoriakós] Ε1 : 1. που είναι ή γίνεται έξω και γύρω από ορισμένα πλαίσια, στο περιθώριο μιας δραστηριότητας· (πρβ. περιθώριο2γ): ~ ρόλος. Περιθωριακές δραστηριότητες. 2α. για πρόσωπα που ανήκουν στο περιθώριο της κοινωνίας· (πρβ. περιθώριο2δ): Περιθωριακό άτομο. ~ τύπος. || (ως ουσ.) ο περιθωριακός. β. που ανήκει ή αναφέρεται στα περιθωριακά άτομα: Περιθωριακή συμπεριφορά. Περιθωριακές ομάδες.
περιθωριακά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Aσχολήθηκε με το θέμα εντελώς ~. [λόγ. περιθώρι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. marginal]