Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιθωριακός
1 εγγραφή
περιθωριακός -ή -ό [periθoriakós] Ε1 : 1. που είναι ή γίνεται έξω και γύρω από ορισμένα πλαίσια, στο περιθώριο μιας δραστηριότητας· (πρβ. περιθώριο): ~ ρόλος. Περιθωριακές δραστηριότητες. 2α. για πρόσωπα που ανήκουν στο περιθώριο της κοινωνίας· (πρβ. περιθώριο): Περιθωριακό άτομο. ~ τύπος. || (ως ουσ.) ο περιθωριακός. β. που ανήκει ή αναφέρεται στα περιθωριακά άτομα: Περιθωριακή συμπεριφορά. Περιθωριακές ομάδες. περιθωριακά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Aσχολήθηκε με το θέμα εντελώς ~.

[λόγ. περιθώρι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. marginal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες