Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντάμηνος
1 εγγραφή
πεντάμηνος -η -ο [pendáminos] Ε5 : που διαρκεί πέντε μήνες: Πεντάμηνη παράταση / προθεσμία / αναβολή. || (ως ουσ.) το πεντάμηνο, χρονικό διάστημα πέντε μηνών.

[λόγ. < αρχ. πεντάμηνος `πέντε μηνών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες