Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πελέκι
2 items total [1 - 2]
πελέκι το [peléki] Ο44 : όργανο (εργαλείο ή όπλο) από πλατιά, παχιά και κοφτερή λεπίδα προσαρμοσμένη σε ξύλινη ράβδο· τσεκούρι, πέλεκυς.

[μσν. πελέκι < ελνστ. πελέκιον υποκορ. του αρχ. πέλεκυς]

πελεκώ [pelekó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & πελεκίζω [peleízo] -ομαι Ρ2.1 : επεξεργάζομαι κτ., συνήθ. ξύλο, αφαιρώντας του κομμάτια με πελέκι ή με άλλο κοφτερό εργαλείο του χεριού και με σφυροκόπημα: Πελέκισε το χοντρό κλαρί στην άκρη, για να γίνει μυτερό. || ~ πέτρες, λαξεύω.

[αρχ. πελεκῶ· πελεκ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. πελεκησ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go