Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεθαίνω
1 εγγραφή
πεθαίνω [peθéno] Ρ7.1α μππ. πεθαμένος* : 1α. παύω να ζω· αποβιώνω: Πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Γεννήθηκε το 1706 και πέθανε το 1806. Xιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από πείνα στις χώρες του τρίτου κόσμου. ΦΡ ως τότε, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, για να δηλώσουμε ότι το μέλλον είναι άγνωστο. || (στον ενεστ.): Πεθαίνει από έιτζ, είναι άρρωστος από έιτζ και θα πεθάνει. || (για ζώο) ψοφώ. β. (προφ.) προκαλώ το θάνατο: Tον πέθα ναν οι γιατροί. 2α. υποφέρω πολύ, καταβασανίζομαι: Πέθανα από τον πόνο, τρελάθηκα, ψόφησα. Πέθανα στη δουλειά / στην κούραση, ξεθεώνομαι. Πεθαίνει από ζήλια, ζηλεύει πολύ. Πέθανα από αγωνία. || (έκφρ.) πέφτω να πεθάνω, είμαι ετοιμοθάνατος και ως ΦΡ στενοχωριέμαι πολύ για κτ.: Δεν πέτυχε στις εξετάσεις κι έπεσε να πεθάνει. ~ της πείνας, πει νώ πολύ ή λιμοκτονώ. β. κάνω κπ. να υποφέρει, τον ταλαιπωρώ ή τον βασανίζω πολύ· ξεθεώνω· ΣYN ΦΡ βγάζω την ψυχή κάποιου: Mε πέθανε στη δουλειά. Mας πέθανε με τις αναβολές του. || Tον πέθανε η ζήλια / ο καημός. γ. (για υπερβολή): Πέθανα στο γέλιο, γέλασα πάρα πολύ. 3. έχω μεγάλη επιθυμία για κτ., μου αρέσει κτ. και το επιθυμώ πολύ· (πρβ. ψοφάω, είμαι ψόφιος): Πεθαίνει για καλό κρασί. 4. (μτφ.) παύω να υπάρχω: H Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Δεν πέθαναν όλες οι ελπίδες, δεν έσβησαν, δε χάθηκαν. Πέθαναν πια τα όνειρά μας. || εξασθενώ και σιγά σιγά χάνομαι: Πεθαίνουν τα παλιά έθιμα. (έκφρ.) ο βερεσές* πέθανε.

[μσν. πεθαίνω < απεθαίνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἀποθνFήσκω μεταπλ. -αίνω με βάση τον αόρ. ἀπέθανον κατά το σχ.: έλαχον - λαχαίνω, έτυχον - τυχαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες