Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παϊδάκι
1 item total
παϊδάκι το [paiδáki] & (σπάν.) παγιδάκι το [pajiδáki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : πλευρό από σφάγιο αρνιού ή κατσικιού, για ψήσιμο: Aρνίσια / κατσικίσια παϊδάκια. Παϊδάκια στα κάρβουνα.

[παΐδ(ι), παγίδ(ι) -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go