Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πατριδωνυμικός
1 item total
πατριδωνυμικός -ή -ό [patriδonimikós] Ε1 : (γραμμ.) Πατριδωνυμικό όνομα και συνήθ. ως ουσ. το πατριδωνυμικό, ουσιαστικό που παράγεται από όνομα χώρας, πόλης και γενικότερα τόπου, και που σημαίνει τον άνθρωπο που κατάγεται από τον τόπο αυτό· εθνικό: Ονόματα, όπως Aνατολίτης, Mεσολογγίτης, Πειραιώτισσα, Bυζαντινός, Γερμανός, Σουηδέζα κ.ά. είναι πατριδωνυμικά.

[λόγ. πατριδ- (δες πατρίδα) + -ωνύμ(ιο) -ικός κατά το πατρωνυμικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go