Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παρομοιάζω [paromiázo] -ομαι Ρ2.1 : θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με κπ. άλλο ή με κτ. άλλο: Tον ~ πολύ με τον πατέρα μου. Σε παρομοίασα με τον αδερφό μου. Παρομοιάζουν τον ύπνο με το θάνατο.
[λόγ. < ελνστ. παρομοιάζω]



