Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρανομία
1 item total
παρανομία η [paranomía] Ο25 : 1. η παράβαση του νόμου, η ενέργεια, η πράξη που έρχεται σε αντίθεση με τους υπάρχοντες νόμους: Kάθε ~ πρέπει να τιμωρείται. Έκανε μια περιουσία με παρανομίες και κλεψιές. Kατά τη διάρκεια του ελέγχου διαπιστώθηκαν πολλές παρανομίες. 2. κατάστα ση, όπου οι παραβάσεις και οι συγκρούσεις με το νόμο αποτελούν μόνιμο, χαρακτηριστικό στοιχείο: Zει / είναι βουτηγμένος μέσα στην ~. 3. κατάσταση, όπου κάποιος έχει παραβιάσει το νόμο ή έχει έρθει σε σύγκρουση με κάποιο καθεστώς και προσπαθεί να αποφύγει τη δίωξη, τη σύλληψη ή την καταδίκη του: Tα στελέχη της αντικαθεστωτικής οργάνωσης πέρασαν / δρουν στην ~.

[λόγ. < αρχ. παρανομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go